TRANSFER PRICING ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Όταν το 2008 συστηματοποιήθηκε το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο της τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών, δεν ήταν ακόμα εμφανής η μεγάλη σημασία του νεότευκτου αυτού φορολογικού αντικειμένου που μέσα σε μία δεκαετία έμελλε να μετεξελιχθεί σε πρωτεύουσας σημασίας πεδίο ελέγχου για τις αρμόδιες φορολογικές αρχές.

Ο συγκερασμός της διεθνούς νομολογίας (προτάσεις χωρίς δεσμευτικό χαρακτήρα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης – Ο.Ο.Σ.Α., του European TP forum, της αρμόδιας υπηρεσίας των Η.Π.Α. - IRS) και της εθνικής νομοθεσίας, όπως αυτή διαμορφώνεται από το σύνολο των φορολογικών πολιτικών, δημιούργησε ένα αυστηρό και πολλές φορές ασφυκτικό πεδίο ελέγχου των ενδοομιλικών συναλλαγών που όμως δύναται να χαρακτηριστεί ως ένα από τα δικαιότερα και αντιπροσωπευτικότερα συστήματα εξισορρόπησης του ανταγωνισμού και του ελέγχου της κερδοφορίας των επιχειρήσεων στο σύγχρονο οικονομικό γίγνεσθαι.

Η δημιουργία ειδικής ομάδας ελέγχου για την επισκόπηση της τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών στα πλαίσια του Κ.Ε.ΜΕ.ΕΠ. (Κέντρο Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων) κατέστησε σαφή τη μεγάλη σημασία που αποδίδουν οι φορολογικές αρχές στο πεδίο της διαχείρισης των ενδοομιλικών συναλλαγών. Το τμήμα, που αποτελείται από εξειδικευμένα στελέχη, κατάλληλα καταρτισμένα σε θεωρητικό (εφαρμογή μεθόδων τεκμηρίωσης) και πρακτικό επίπεδο (χειρισμός βάσεων δεδομένων), απασχολείται με τον έλεγχο των φακέλων τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών των εταιρειών που υπάγονται σε εθνικούς ή πολυεθνικούς ομίλους επιχειρήσεων καθώς και με τις παρεμφερείς διαδικασίες διατύπωσης.

Μετά από σχεδόν μία δεκαετία διενέργειας ελέγχων (challenges) από τις φορολογικές αρχές στο πεδίο της τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών είναι πλέον εφικτή η ασφαλής κωδικοποίηση της εμπειρικής γνώσης από τους ελέγχους αυτούς που δύναται να αποδώσει το προφίλ και τις επιδιώξεις τους.

Κύριος σκοπός, όπως και στις περιπτώσεις των λοιπών φορολογικών ελέγχων, παραμένει η αύξηση των κρατικών εσόδων από τις δυσαρμονίες στις ενδοομιλικές τιμολογήσεις (παραβίαση της αρχής των ίσων αποστάσεων) με παράλληλη όμως επισκόπηση της ευρύτερης λογιστικής και φορολογικής συνέπειας των κατά περίπτωση υπό εξέταση επιχειρήσεων. Είναι λοιπόν η τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλαγών (γνωστό και ως Transfer Pricing) το αντικείμενο στο οποίο στοχεύουν οι ελεγκτικές αρχές προκειμένου να αποκτήσουν μία πρώτη αντιπροσωπευτική εικόνα για την κατάσταση μίας επιχείρησης και να κατευθύνουν έτσι τους λοιπούς ελέγχους.

Πέρα όμως από το ρόλο της, ως «προφυλακής» των ελεγκτικών αρχών, η αξιολόγηση των πολιτικών ενδοομιλικής τιμολόγησης λειτουργεί ως ανεξάρτητο φορολογικό αντικείμενο που λόγω της συχνής αοριστίας και ασάφειας διατάξεων και διαδικασιών, κυρίως στο τρόπο διενέργειας της δειγματοληψίας των «συγκρίσιμων ανεξάρτητων εταιρειών» αλλά και στην ανάλυση των κοστολογικών δεδομένων και των Οικονομικών Καταστάσεων των ελεγχομένων,  δύναται να οδηγήσει σε σημαντικού ύψους λογιστικών διαφορών έναντι των οποίων η ελεγχόμενη οντότητα θα πρέπει να έχει αναπτύξει και να είναι σε θέση να παρουσιάσει ευκρινώς, σχετική τεκμηρίωση .

Σε επίπεδο διατυπώσεων η συνεπής, χρονικά και ως προς το περιεχόμενο, υποβολή του Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών αποτελεί κομβικό σημείο για την αποφυγή στοχοποίησης της υποβάλλουσας οντότητας από την ελεγκτική αρχή. Εξίσου σημαντική είναι η δομή του κατά περίπτωση ελληνικού ή βασικού φακέλου τεκμηρίωσης, καθώς πλέον ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στην προσεκτική εξέταση τόσο της λειτουργικής όσο και της οικονομικής ανάλυσης της εταιρείας/ομίλου και των υπό εξέταση ενδοομιλικών συναλλαγών.

Η παρουσίαση ενώπιων των ελεγκτικών αρχών μόνο βασικού φακέλου τεκμηρίωσης (μεταφρασμένου στα Ελληνικά από τον βασικό φάκελο που τηρεί η μητρική εταιρεία στο εξωτερικό), ελληνικού φακέλου τεκμηρίωσης χωρίς λειτουργική ανάλυση ή με παραπομπές ως προς τα συμπεράσματα της οικονομικής ανάλυσης συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο απόρριψης του, καταλογισμού λογιστικών διαφορών και διενέργειας περαιτέρω ελέγχων σε όλο το φάσμα των επιχειρησιακών εργασιών.

Ως προς την εφαρμοζόμενη μεθοδολογία τεκμηρίωσης, αρκετά ασφαλείς σε περίπτωση ελέγχου, εφόσον εφαρμοστούν κατά τις επιταγές της εθνικής νομοθεσίας και τις οδηγίες του Ο.Ο.Σ.Α., είναι οι παραδοσιακές μέθοδοι τεκμηρίωσης (Συγκρίσιμη μη Ελεγχόμενη Τιμή Εσωτερική και Εξωτερική – Σ.Μ.Ε.Τ. εσωτ. / Σ.Μ.Ε.Τ. εξωτ., Τιμή Μεταπώλησης και Μέθοδος του Κόστους συν Κέρδος) ενώ οι μη παραδοσιακές, μολονότι πιο συχνές ως προς την εφαρμογή τους καθώς δεν απαιτείται η τήρηση από την υπό εξέταση επιχείρηση αναλυτικών στοιχείων στο εμπορικό σύστημα, αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης τους από την ελεγκτική αρχή λόγω – όπως έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω – της σχετικής ανυπαρξίας σαφούς μεθοδολογίας στο τρόπο διενέργειας της δειγματοληψίας των «συγκρίσιμων ανεξάρτητων εταιρειών» αλλά και στον τρόπο ανάλυσης των κοστολογικών δεδομένων και των Οικονομικών Καταστάσεων των ελεγχόμενων και του χειρισμού έκτακτων γεγονότων (π.χ. διενέργεια σημαντικής πρόβλεψης επισφαλών απαιτήσεων, οι οποίες για φορολογικούς σκοπούς προστέθηκαν από την ελεγχόμενη οντότητα στις λογιστικές διαφορές) τα οποία επηρεάζουν τους σχετικούς συγκριτικούς δείκτες (EBIT) και χρήζουν ειδικού χειρισμού κατά την τεκμηρίωση.

Σε κάθε περίπτωση η ανάπτυξη της μεθοδολογίας τεκμηρίωσης αποτελεί εξειδικευμένη εργασία, πραγματική πρόκληση για τις σύγχρονες επιχειρησιακές δομές, που πρέπει να πραγματοποιείται από εξειδικευμένο προσωπικό με κατάλληλο θεωρητικό υπόβαθρο και πρακτική εμπειρία ενώ παράλληλα απαραίτητη είναι η ανάληψη προληπτικής δράσης επί των ενδοομιλικών τιμολογήσεων και όχι η εκ των υστέρων προσπάθεια συγκάλυψης αποκλίσεων και διαφορών.

Βέβαιο είναι ότι το πεδίο του Transfer Pricing θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στο επίκεντρο των ελεγκτικών αρχών αλλά και του στρατηγικού σχεδιασμού εκείνων των ομίλων επιχειρήσεων που φιλοδοξούν να κυριαρχήσουν στην παγκόσμια οικονομία και να αποτελέσουν σημείο αναφοράς για τις διοικητικές και διαχειριστικές πρακτικές τους που θα τους προσδώσουν το πολυπόθητο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Εμμανουήλ Παπαδερός

Mazars Transfer Pricing

Μάρτιος 2019